αλανάριστος

αλανάριστος
-η, -ο
1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος
2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλανάριστος — η, ο αυτός που δε λαναρίστηκε, άξαντος: Είχαν ακόμη το μαλλί αλανάριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλοπος — ἄλοπος, ον (Α) [λέπω] αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι τού λιναριού) …   Dictionary of Greek

  • άξαστος — κ. άξαντος, η, ο αυτός που δεν τον έχουν ξάνει, ο αλανάριστος …   Dictionary of Greek

  • ακτένιστος — η, ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, ον) [κτενίζω] αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος (νεολλ.) 1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος, 2. (για λόγο, σύγγραμμα κ …   Dictionary of Greek

  • αλάναρος — η, ο [λάναρος] ο αλανάριστος …   Dictionary of Greek

  • αλέπιστος — η, ο (AM ἀλέπιστος, ον) [λεπίζω] νεοελλ. αρχ. αυτός που δεν έχει λέπια νεοελλ. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκαν τα λέπια 2. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκε η φλούδα μσν. (για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος …   Dictionary of Greek

  • άξαντος — άξαντος, η, ο και άξαστος, η, ο αυτός που δεν είναι ξασμένος, αλανάριστος: Τα μαλλιά απ τα πρόβατα στέκονταν άξαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”